μποκαδούρα

μποκαδούρα
η мор. ветер с суши

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μποκαδούρα" в других словарях:

  • μποκαδούρα — η βλ. μπουκαδούρα …   Dictionary of Greek

  • εγκολπίας — ο (AM ἐγκολπίας) τοπικός άνεμος που πνέει από θαλάσσιο κόλπο, η μποκαδούρα …   Dictionary of Greek

  • μπουκαδούρα — και μποκαδούρα, η ναυτ. άνεμος που πνέει από τα στόμια τών κόλπων ή τών λιμανιών με κατεύθυνση προς τον μυχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccatura < ιταλ. bocca «στόμα» < bucca «στόμα»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»